ΤΕΤΑΡΤΗ 23.04.2025 20:15
MENU CLOSE

Βιβλίο: Ο εκσλαβισμός της Μακεδονικής κληρονομιάς!

Δημοσιεύτηκε στο ΠΟΝΤΙΚΙ

τεύχος 2382
16/04/2025
20.04.2025 06:30

Η Συμφωνία των Πρεσπών, που αντικατέστησε την Ενδιάμεση Συμφωνία του 1995, υπεγράφη στις 17 Ιουνίου 2018 σε μιαν υψηλού επιπέδου τελετή στο συνοριακό χωριό Ψαράδες, στη λίμνη της Μεγάλης Πρέσπας, από τους δύο υπουργούς Εξωτερικών Νικολά Ντιμιτρόφ και Νίκο Κοτζιά ενώπιον των πρωθυπουργών Ζόραν Ζάεφ και Αλέξη Τσίπρα. Όπως όλοι θυμόμαστε, δεν ήταν μια συμφωνία που πέρασε απαρατήρητη. Το αντίθετο, θα λέγαμε. Ήταν μια συμφωνία η οποία έγινε υπό καθεστώς έντονων διεθνών πιέσεων σε μιαν ιδιαίτερα ρευστή ιστορική συγκυρία όπου, για πρώτη φορά στην ελληνική ιστορία, την κυβέρνηση συγκροτούσε ένα αριστερό ακτιβιστικό κόμμα και ένα ακροδεξιό μόρφωμα. Σ’ αυτήν την ιδιαίτερη συνθήκη, η τύχη της πατρίδας βρέθηκε στα χέρια μιας δράκας αριστερών και ακροαριστερών ιδεολόγων και ενός ακροδεξιού πατριδοκάπηλου συγκυριακού μορφώματος, οι οποίοι συντάχθηκαν με τη γνωστή και ομολογημένη ιστορικά προδοτική στάση στο Μακεδονικό.

Ιωάννης Σ. Τσούρας
Η (α)συμφωνία των Πρεσπών
ή ο αφελληνισμός των Μακεδόνων
και ο «Μακεδονισμός» των Σλάβων
Εκδόσεις: Εν πλω
Σελ.: 96

Στο σύντομο αλλά τόσο περιεκτικό δοκίμιό του, ο Ιωάννης Σ. Τσούρας εξετάζει συγκεκριμένες πτυχές αυτής της (α)συμφωνίας των Πρεσπών, με γνώμονα την προφανή ιστορία, τις καταλυτικές ημερομηνίες και τις ιστορικές πολιτισμικές εθνολογικές παραμέτρους μιας εξωφρενικά πρωτοφανούς όσο και αναξιοπρεπούς προσπάθειας ενός ανυπόστατου κρατιδίου να αποκτήσει εθνική συνείδηση μέσω της καπηλείας όλων των ιστορικών παραμέτρων της χώρας μας.

Θα μπορούσε να είναι ένας κακόγουστος και εξοργιστικός αστεϊσμός της Ιστορίας αν δεν ήταν θέμα μείζονος εθνικής σημασίας, που παρουσιάστηκε από την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ ως τεράστια εθνική επιτυχία και κυρίως δέσμευσε τη χώρα με απαράδεκτους όρους, ολοκληρώνοντας μια σειρά προσπαθειών της Αριστεράς που άρχισαν ήδη από τις πρώτες μέρες της Σοβιετικής Επανάστασης, όπου οι Έλληνες κομμουνιστές κατάφεραν και επέβαλαν στη χώρα μας την πλέον ακλόνητη σοβιετική βάση παγκοσμίως. Είναι χαρακτηριστικό όσο και διαστροφικά ενδιαφέρον το γεγονός ότι αυτό το νεκρό κύτταρο του κομμουνισμού υφίσταται ακόμα και σήμερα στη χώρα μας, 30 χρόνια μετά την ολοκληρωτική του κατάρρευση, που άφησε πίσω της τη φρικτή μνήμη των εγκλημάτων του ολοκληρωτισμού, λαούς – συντρίμμια και εκατομμύρια καθημαγμένες ζωές…

Εν συντομία, στη Συνθήκη του Βερολίνου που υπεγράφη μεταξύ της 13ης Ιουνίου και της 13ης Ιουλίου 1878, αναθεωρήθηκε η βεβιασμένη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου, 3 Μαρτίου 1878, μεταξύ της Ρωσίας και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, βασικό δημιούργημα της οποίας ήταν η «Μεγάλη Βουλγαρία». Η Συνθήκη προέβλεπε την ίδρυση εκτεταμένης αυτόνομης βουλγαρικής ηγεμονίας, που θα περιελάμβανε εδάφη από τον Δούναβη ώς το Αιγαίο Πέλαγος και από τον Εύξεινο Πόντο ώς τον Δρίνο, τις λίμνες Πρέσπες και την Αχρίδα. Να σημειωθεί ότι εκείνη την εποχή, ανύπαρκτη στον παγκόσμιο χάρτη, η Βουλγαρία δεν ήταν υποκείμενο του διεθνούς δικαίου – ούτε και οι Βούλγαροι. Το «Μακεδονικό» ως πρόβλημα έγινε γνωστό διεθνώς αμέσως μετά τη Συνθήκη του Βερολίνου τον 19ο αιώνα, και αφορούσε στη διευθέτηση των συνόρων στην περιοχή της Μακεδονίας μεταξύ των κρατών της περιοχής: Ελλάδας, Βουλγαρίας, Σερβίας και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Η νέα φάση ξεκινά τον Οκτώβριο του 1918 στη Μόσχα, με την ίδρυση της Ομοσπονδίας Σοβιετικών Δημοκρατιών της Βαλκανικής. Ανάμεσα στα ιδρυτικά στελέχη ήταν και Έλληνες κομμουνιστές. Ο σκοπός αυτής της Ομοσπονδίας δεν ήταν άλλος από τη μεταλαμπάδευση της επανάστασης στη Βαλκανική και η προσάρτησή της στη μεγάλη ΕΣΣΔ.

Ήδη το 1920 το σχέδιο αυτό μιλούσε για Βαλκανικό Κουμμουνιστικό Ομόσπονδο κράτος. Μια από τις πρώτες πρωτοβουλίες της ΒΚΟ (Βαλκανικής Κομμουνιστικής Ομοσπονδίας) ήταν να θέσει θέμα αυτονομίας στις τρεις Μακεδονίες: του Βαρδάρη, του Πιρίν και του Αιγαίου. Εδώ να σημειώσουμε ότι ο τότε γ.γ. του ΚΚΕ Κώστας Γεωργιάδης διαφώνησε και διεγράφη – κατά τα ειωθότα.

Έκτοτε το ΚΚΕ εργάζεται σταθερά και με ιερή προσήλωση στο διεθνιστικό του καθήκον για την απόσχιση της Μακεδονίας, υπερψηφίζει την εισήγηση των Βουλγάρων συντρόφων του στο συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς (Comintern) που πραγματοποιήθηκε στη Μόσχα στις 12-13 Ιουνίου του 1923 και έκανε λόγο για αυτονόμηση της Μακεδονίας και της Θράκης. (Αν δεν έγινε αντιληπτό, στη διεθνιστική πλειοδοσία προστέθηκε και η… Θράκη!)… Εννοείται ότι όποιος διατύπωνε διαφορετική άποψη ήταν «χαφιές του κεφαλαίου», των «Ελλήνων αστικοτσιφλικάδων» και «προδότης του λαού». Στο συνέδριο αυτό δεν γίνεται πλέον λόγος για «βουλγαρικό λαό», αλλά εισάγεται μια νέα ορολογία με… ευρύτερο νόημα: Γίνεται λόγος για «μακεδονικό λαό», «μακεδονικό πληθυσμό» χωρίς καμιά διάκριση εθνότητας. Είναι φανερό ότι βασικός στόχος ήταν η δημιουργία μιας «μακεδονικής συνείδησης», ενός λαού, και ακολούθως μίας «Ενιαίας και Ανεξάρτητης Μακεδονίας» που θα λειτουργούσε ως εργαλείο υπονόμευσης των βαλκανικών «αστικών» κρατών. «Η πολιτειακή μετεξέλιξη της “Ομόσπονδης Λαϊκής Δημοκρατίας της Βόρειας Μακεδονίας” του Τίτο είναι η σημερινή “Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας” για την οποία τόσο επαίρεται η για “πρώτη φορά Αριστερά” του ΣΥΡΙΖΑ», όπως σημειώνει με χιουμοριστική πικρία ο συγγραφέας στην εισαγωγή του.

Ο συγγραφέας στο πυκνό και εύστοχο πόνημά του ισχυρίζεται με ακλόνητα δεδομένα ότι αυτή η (α)συμφωνία επιφέρει τα αντίθετα αποτελέσματα από αυτά που ευαγγελίζεται. Όχι μόνο δεν θα λειτουργήσει ως αιτία κατευνασμού των εθνικισμών στην πάντα ανήσυχη και εύθραυστη Βαλκανική αλλά θα αποτελέσει το κακό παράδειγμα για τη δημιουργία εντάσεων με απρόβλεπτες συνέπειες. Ήδη πριν στεγνώσει η ασύγγνωστη υπογραφή της εθνικά επιζήμιας αυτής συμφωνίας, η μέχρι πρότινος ανύπαρκτη εθνότητα έλαβε διεθνή υπόσταση διαμορφώνοντας εθνική συνείδηση από το ελληνικό ιστορικό παρελθόν σε ένα κρεσέντο ιστορικών αλλοιώσεων και αθλιοτήτων.

Οι επήλυδες Σλάβοι της Βαλκανικής του 6ου μ.Χ αιώνα γίνονται κληρονόμοι της ελληνικής εθνικής μακεδονικής ταυτότητας, η οποία ανάγεται στους προ Χριστού αιώνες. Ανάμεσα στο γελοίο και την παρωδία, τα πιο επικίνδυνα συμπτώματα των ιστορικών κρίσεων, η (α)συμφωνία αυτή «αναζωπυρώνει λανθάνοντες και αχρείαστους εθνικισμούς».

Μετά τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, που ξεκίνησε το 1991 και που είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία έξι ανεξάρτητων κρατών, αφυπνίστηκαν όλες οι αλυτρωτικές βλέψεις και τα ασίγαστα εθνικιστικά πάθη στην ευρύτερη περιοχή του Αίμου. Ένα από αυτά, το κράτος των Σκοπίων, συστήθηκε με το συνταγματικό όνομα «Δημοκρατία της Μακεδονίας». Ταυτόχρονα με τη χρήση του γεωγραφικού προσδιορισμού Μακεδονία, που αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο εδαφικών προσαρτήσεων, το νεοσύστατο κρατίδιο, δίχως καν εθνικά ομογενοποιημένο πληθυσμό, προχώρησε στη συγκρότηση μιας «εθνικής ταυτότητας» μέσα από την οικειοποίηση της ιστορικής μνήμης της ευρύτερης εδαφικής περιοχής ως απαραίτητη συνεκτική ύλη για επίτευξη της αυτονομίας και της ενότητας του πληθυσμού της. Με την οικειοποίηση ιστορικών συμβόλων και μνημών δημιουργεί ένα επικίνδυνο και ψευδεπίγραφο αλυτρωτικό αφήγημα ως προϋπόθεση της υπόστασής του.

Σε όλες αυτές τις απαράδεκτες ενέργειες προστέθηκε και η μακεδονική γλώσσα με την «πλούσια» βιβλιογραφία, που έφτανε σύμφωνα με τους Σκοπιανούς απατεώνες στην ιστορική μακεδονική γλώσσα την οποία μιλούσαν ο Αριστοτέλης και ο Αλέξανδρος.

Έτσι, δίπλα στη χρήση του όρου Μακεδόνες για τον προσδιορισμό της κύριας εθνότητας του κράτους, προστέθηκε και η μακεδονική για τον προσδιορισμό της επίσημης γλώσσας. Το κριτήριο της γλώσσας υπήρξε αναπόσπαστα συνδεδεμένο με αυτό της εθνολογικής καταγωγής, όπως και με τους εθνικούς αγώνες. Μια βασική παράμετρος της (α)συμφωνίας των Πρεσπών υπήρξε η λεγόμενη μακεδονική γλώσσα, που υποδηλώνει και μακεδονική εθνότητα. Η γλώσσα είναι ένα ιδιαίτερα σημαντικό στοιχείο για τη συγκρότηση εθνικής ταυτότητας και τη σφυρηλάτηση της εθνικής συνείδησης. Η γλώσσα, ωστόσο, που τα Σκόπια βάφτισαν ως Μακεδονική, δεν διαθέτει προϊστορία, σε πλήρη και εκκωφαντική αντίθεση με αυτό που συμβαίνει με όλους τους ευρωπαϊκούς λαούς. Δεν διαθέτει παρελθόν και πρόκειται για ένα προϊόν τεχνικής «επεξεργασίας» και όχι φυσικής εξέλιξης.

Στο κατατοπιστικό και τεκμηριωμένο αυτό δοκίμιο εξετάζονται στην ουσία τρεις βασικοί άξονες αυτής της εθνικά επιζήμιας συμφωνίας, που κατέρρευσε στην ουσία πριν καλά – καλά στεγνώσουν οι υπογραφές της. Ο πρώτος είναι η χρήση του ονόματος «Μακεδονία». Εδώ τα πράγματα είναι προφανή. Οι Σέρβοι για πρώτη φορά συγκρότησαν κράτος τον 6ομ.Χ. αιώνα και όπως αναρωτιέται χαρακτηριστικά ο συγγραφέας «… οι Σλάβοι θυμήθηκαν ύστερα από το πέρασμα 1.300 χρόνων ότι είναι Μακεδόνες!». Ο δεύτερος αναφέρεται στην ιθαγένεια και την εθνικότητα και τα επακόλουθα συμφραζόμενα. Ο Τσίπρας και ο Κοτζιάς ανέλαβαν την εθνική ευθύνη να τους αναγνωρίσουν τη μακεδονική ιθαγένεια δίχως τοπικό προσδιορισμό, με αποτέλεσμα, αντί να αποκλείσουν κάθε αλυτρωτική επιδίωξη, αντίθετα να την ενθαρρύνουν επικυρώνοντάς την. Τρίτο και καλύτερο, η λεγόμενη «μακεδονική» γλώσσα, τόσο λεξιλογικά, όσο γραμματικά και συντακτικά, είναι μία διάλεκτος της βουλγαρικής με επιμειξία πολλών κυρίως σερβικών, τουρκικών, αλλά και ελληνικών και αλβανικών στοιχείων. Ο καθηγητής Νικόλαος Ανδριώτης τονίζει ότι πρόκειται για σλαβικό ιδίωμα, το οποίο σχετίζεται με τη βουλγαρική. Στην ουσία, η λεγόμενη «μακεδονική» γλώσσα είναι ένα τοπικό ιδίωμα, ένα μείγμα των διαλέκτων που ομιλούσαν οι κάτοικοι των περιοχών Βέλες, Πρίλεπ, Κίτσεβο και Βιτωλίων (Μοναστήρι). Το ιδίωμα αυτών των περιοχών ήταν και το πιο οικείο στην πλειονότητα των κατοίκων της ψευδομακεδονίας. Τα μακεδονικά πρωτοεμφανίζονται ως «επίσημη» γλώσσα στις 2 Αυγούστου του 1944 από την τότε νεοϊδρυθείσα Ομοσπονδιακή Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της «Μακεδονίας».

Από την ημέρα αυτή ορίστηκε μία ειδική επιτροπή, η οποία, στις 3 Μαΐου του 1945, κατέληξε στην οριστικοποίηση του αλφάβητου και τους κανόνες γραμματικής και ορθογραφίας της γλώσσας. Έτσι, η απόφαση για τη δημιουργία και την καθιέρωση της λεγόμενης «μακεδονικής» γλώσσας έχει τον χαρακτήρα της πολιτικής απόφασης και όχι της φυσικής εξέλιξης και ανάγκης των κατοίκων. Την προώθηση της νέας «μακεδονικής» γλώσσας ανέλαβε πρώτη η Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου των Σκοπίων, το έτος 1946. Είναι εντυπωσιακό ότι ήδη «πρόθυμοι» προοδευτικοί Έλληνες εκδότες έσπευσαν να μεταφράσουν από τη «μακεδονική» γλώσσα έργα μακεδονικής λογοτεχνίας στα ελληνικά…

Αναρωτιέται κανείς, ποιος αφελής, κατά την ευνοϊκότερη εκδοχή, συνυπογράφει με κάποιον που δεν διαθέτει υπογραφή και ιστορική μνήμη και προφανώς ντρέπεται για τη σλαβική του καταγωγή προτιμώντας τη μακεδονική. Έτσι η (α)συμφωνία των Πρεσπών, αντί να επιλύσει ιστορικές εκκρεμότητες, παρέδωσε αμαχητί τη μακεδονική κληρονομιά στους Σλάβους και αναθέρμανε μετά τυμπανοκρουσιών τον σλαβικό αλυτρωτισμό εναντίον της χώρας μας

Πρόκειται για ένα θλιβερό κεφάλαιο της Ιστορίας μας που δυστυχώς δεν έχει συγκινήσει όσο θα έπρεπε εκείνους που οφείλουν να προστατεύουν τα εθνικά μας συμφέροντα.

Διαβάστε επίσης:

Bιβλίο: Ένα απολαυστικό ανάγνωσμα, για εσωστρεφείς και μη

Βιβλίο: Μια φανταστική συνομιλία, ένας πραγματικός συγγραφέας

Βιβλίο: Ένα μυθιστόρημα που στοιχειώνει τη μνήμη

ΤΕΤΑΡΤΗ 23.04.2025 20:14
Exit mobile version